ήταν La Perla η κιθάρα του Hendrix ;
σαρανταεκκλησιωνκαικοραηγωνία blues
Ο παππούς μου –Στέφανος με τ’ όνομα –ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος , έφυγε –όμως- χωρίς να αφήσει λογαριασμούς πίσω του. Μέχρι το τέλος της ζωής του , με τρία πράγματα κατάφερε να συμφιλιωθεί : με τα όπλα , τα κυνηγόσκυλα και με μένα. Τα δύο πρώτα συναντήθηκαν στο πάθος του , κυνηγούσε ως την τελευταία στιγμή. Εγώ στριμώχθηκα στο πίσω κάθισμα , ήμουν ο παρίας της υπόθεσης , το μαύρο πρόβατο . Ενας τρίτος που δεν χωρούσε στους δύο . Την ώρα που του ήρθε το φύλλο πορείας για τους μεγάλους κυνηγότοπους , πρόλαβε μέσα στο άγχος και το σφίξιμο της ετοιμασίας να μου αφήσει την ευχή του , ένα μονόκαννο St Etienne και το μεγάλο του παράπονο: «γιατί βρε αγόρι μου δεν τον αγάπησες τον Τάκη; ».
Ο Τάκης ήταν το σήμα κατατεθέν της αυλής . Το 10 το καλό της ομάδας . Μόλις έβγαινε από τα αποδυτήρια μεταμορφωνόταν σε στράικερ που κυνηγούσε υπομονετικά κάθε χαμένη φάση και μπαλιά ακολουθώντας σαν πιστό σκυλί τις οδηγίες του προπονητή του . Μόνο το «σαν» είναι πλεονασμός . Το «πιστό σκυλί» όχι. Το alter ego του παππού για δέκα συναπτά χρόνια , ακόμη και σε ηλικία που άλλοι φορ απόφευγαν με δέος να πλησιάσουν την αντίπαλη περιοχή , ο Τάκης όργωνε λαγκάδια και βαλτότοπους. Έτρωγε βουνά με το κουτάλι την ώρα που εγώ έτρωγα σόλες στη γειτονιά γαμπρίζοντας –θέμα και θέαμα που δεν απασχόλησε τους ιστορικούς του μέλλοντος-.
Κάθε φορά που ο Τάκης πετούσε από πάνω του τα δεσμά –τριπλοπλεγμένο δερμάτινο λουρί περασμένο με επίχρυσο χαλκά στη λαιμαριά – και ορμούσε στην σιδερένια εξώπορτα για να πάρει ανάσες στην άδεια από τετράτροχα σαρανταεκκλησιωνκαικοραηγωνία , την έκλεινα επιδεικτικά , με θόρυβο και –δεν το κρύβω-κακία. Δεν θα βγεις τώρα , θα βγεις όταν θελήσω εγώ . Ώσπου να φτάσει το αφεντικό του κοντά και να με κοιτάξει με ύφος που σκότωνε χωρίς να χρειαστεί χαριστική βολή , το μαρτύριο του Τάκη ήταν η δική μου λύτρωση: πηδούσε πάνω στην πόρτα , έξυνε με τα νύχια του το σίδερο , λαχάνιαζε με στόμα ορθάνοιχτο , με εκλιπαρούσε με βλέμμα που θα λύγιζε ακόμη και Βίκινγκ σε παράκρουση. Τίποτε εγώ. Πέντε λεπτά λιγότερης ελευθερίας του μου ήταν αρκετά για να κοιμηθώ το βράδυ σαν πουλάκι –από αυτά που έπνιγε με το στόμα του ο δολοφόνος-. Τον παππού που κρατούσε το όπλο τον είχα οριστικά και αμετάκλητα απαλλάξει. Έφταιγε ο νεκροθάφτης , όχι ο πιστολέρο.
Για την ιστορία : o Tάκης έφυγε πριν το αφεντικό του. Την ίδια χρονιά η αυλή θυσιάστηκε στην αντιπαροχή.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
..είναι τέσσερις το πρωί….είναι ένα γάβγισμα μονότονο , επίμονο , ενοχλητικό , σαν ξεψυχισμένο σόλο ευνουχισμένου Kλάπτον .Κρατάει μια αιωνιότητα αλλά στην πραγματικότητα δεν θα’ναι πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα , ξάφνου αρχίζουν οι συγχορδίες και το ξημέρωμα γίνεται εφιάλτης. Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι μισόγυμνος και τρέχω στο ψυγείο : σακούλα κάτω αριστερά , εφοδιασμός υλικού , δεν πετάμε τίποτε σ’αυτό το σπίτι ..ρητή εντολή από τη μέρα που ακούστηκε το πρώτο γββββ..πορτοκάλια σε αποσύνθεση , κρεμμύδια σαραντάφλουδα, πατάτες με κλωνάρια , αυγά ξεχασμένα απ΄το προηγούμενο Πάσχα , ακόμη και κόκκινες απ τη ντροπή της κατάντιας τους ντομάτες. Παίρνω σακούλα επ’ώμου και κατευθύνομαι στο σημείο ρίψης. Κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά μη γίνουμε ρεζίλι στους γείτονες , βαθιά ανάσα και ..στο ψαχνό. Όλος ο μπαξές εκτοξεύεται προς την άσφαλτο , πυρ κατά βούληση , carpet bombing , χωρίς έλεος, ο ώμος μου υπογράφει συμβόλαιο με την εξάρθρωση. Για λίγο σιωπή και μετά το ίδιο μίνιμαλ ταξίμι , σε γαβ ματζόρε ανορθόδοξο. Τα στέρεα επιχειρήματά μου δεν απέδωσαν , σειρά έχει το υγρό πυρ. Κουβάς με απόνερα από τη μεσημεριανή λάντζα –δεν πετάμε τίποτε- , ζυγίζω και κατευθύνω στο στίγμα του στόχου. Κάθε χάραμα η ίδια ιστορία , ποτίζω τσιμέντα –πεζοδρόμιο με την κρυφή ελπίδα να φουντώσουν, να θεριέψουν και να φέρουν τον ταραχοποιό πιο κοντά στον τρίτο όροφο όπου θα γραφτεί ο επίλογος με αίμα. Μάταια. Λίγες στιγμές ησυχίας και ξανά το ίδιο ειρωνικό γβββββ… , μπροστά στην εξώπορτα της οικοδομής σαρανταεκκλησιωνκαικοραηγωνία.
Πόσες νύχτες συνεχίζεται αυτό ούτε που θυμάμαι πια…τελευταία οι γείτονες μου ρίχνουν ματιές συμπόνιας ανάμικτες με φόβο όταν συναντιόμαστε στον κάδο με τα σκουπίδια-εκεί ψάχνω τα πολεμοφόδια της επόμενης βραδιάς , τι να χωρέσει ένα ψυγείο έστω και δίπορτο-…τη μέρα που αγριεμένος ρώτησα έναν απ’τους απέναντι γιατί μ’αφήνουν μόνο να βγάζω κάθε βράδυ το φίδι από την τρύπα , ψέλλισε κάτι σαν «μα εμείς κύριε Τ κοιμόμαστε βαριά και με κλειστές μπαλκονόπορτες»…οι από κάτω δώσαν ρητή εντολή στην μικρή τους να μην μιλάει στα παιδιά μου και να μη μπαίνει μαζί τους στο ασανσέρ…η χοντρή της ΕΒΓΑ ψιθύριζε προσευχές προχτές στη γυναίκα μου την ώρα που σκάλιζα το καλάθι της με τα ξερόψωμα και τα πρασινομώβ λεμόνια…έχω και μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος, νιώθω τις αισθήσεις μου να φεύγουν σιγά σιγά για διακοπές χωρίς εμένα…
Περασμένα μεσάνυχτα και όλοι λείπουν απ’το σπίτι…εξοχικό γιαγιάς θελαν , εξοχικό γιαγιάς τους έδωσα…κάθομαι στην καρέκλα δίπλα στη μπαλκονόπορτα. Στα πόδια μου το Φορτ Νοξ των πυρομαχικών: δώδεκα κιλά λαχανικά και φρούτα –συμπλήρωσα και με φρέσκα- , τρεις κουβάδες νερό της βρύσης και δυό λεκάνες ποδόνερο ανάμικτο με φτηνό αφρόλουτρο , δεν θυμάμαι τέτοια ώρα τι άρωμα είχε..τα βλέφαρά μου βαραίνουν τόσο που σχεδόν ακουμπάνε στα μάρμαρα. Για κάθε ενδεχόμενο έβαλα το ξυπνητήρι να βροντήξει στις τέσσερις παρά τέταρτο, να προλάβω να πλυθώ και να οργανώσω την αντεπίθεση.
Δεν χρειάστηκε η βοήθεια της τεχνολογίας, έκλεισα το αλάρμ στις τρισήμιση..με ξύπνησαν δύο ξεχασμένα φαντάρια που έπνιγαν μέχρι αυτή την ώρα τον πόνο τους στις ρετσίνες και ανηφόριζαν για τους θαλάμους τους με το τελετουργικό που η νύχτα επιβάλλει..έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να συνέλθω και τρόμαξα απ΄την εικόνα που μου επέστρεψε γενναιόδωρα ο καθρέφτης .Tα λεμόνια στη σακούλα δείχναν σε καλύτερη κατάσταση. Έπρεπε να ξεπεράσω την κούραση , ή σήμερα ή ποτέ. Ο διαχειριστής μου το’χε δηλώσει από μέρες ξεκάθαρα : αν συνεχίσετε κύριε Τ να κάνετε τη σαρανταεκκλησιών Κόσοβο θα αναγκαστώ να απευθυνθώ στο Δήμο.
Πουθενά δεν θα απευθυνθείς αλήτη. Απόψε το βράδυ θα τελειώσουν όλα. Από δω πάνω , από ψηλά , να βλέπω και να καμαρώνω το έργο μου , θα ξενυχτήσω για όλους σας , θα φέρω πάλι τη σιωπή στα βράδια μας.
Σιγή….και μετά ένα γβββββββ………
Ο πρώτος ουλαμός –ακτινίδια με επικεφαλής νεκταρίνια-εξαπολύθηκε εναντίον του εχθρού. Η άσφαλτος έγινε παλέτα. Παύση. Πουθενά γββββββββββ….μόνο ένας ήχος σφίξιμο στο στομάχι , ξεχασμένος από καιρό , σαν καινούρια κιμωλία σε πίνακα…
Η απάντηση της δεύτερης μεραρχίας ήταν αποστομωτική : δυόμιση ντομάτες , μισό καρπούζι σε σχήμα κράνους και ένας κουβάς νερό για να ξεπλύνει τα κουκούτσια. Πού είσαι Τζάκσον Πόλλοκ να με καμαρώσεις ; Σιγή ασυρμάτου. Ο ήχος πιο ξεκάθαρος πήρε μορφή , νύχια πάνω σε σκληρή επιφάνεια . Ένα γβββββββ στον ορίζοντα ηχώ που ξεψυχούσε…
Την ώρα που εμψύχωνα και προετοίμαζα ψυχολογικά τη λεκάνη με τα ποδόνερα για την ελεύθερη πτώση της, το ξύσιμο σταμάτησε απότομα …σιωπή πηχτή σαν το ρυζόγαλο που είχε μπει στη σειρά για βουτιά…έστησα αυτί.. μόνο το μοτέρ της καρδιάς μου ίσα που δήλωνε την ύπαρξή του ….περίεργη γαλήνη….και μετά μια σχεδόν ψιθυριστή αλλά πεντακάθαρη και γνώριμη φωνή έφτασε μέχρι τ’αυτιά μου : « Χεσ’ τον ρε Τάκη , μια ζωή γαϊδούρι ήτανε , σιγά μη βάλει τώρα μυαλό…τζάμπα πήγε τ’όνομα».
Μια γάτα που πέρναγε τυχαία απ την κοραή εκείνη την ώρα κόντεψε να πηδήξει στον πρώτο όροφο απ’την τρομάρα της. Ένα ελαφρύ αεράκι ενόχλησε ανεπαίσθητα τις σακούλες με τα σκουπίδια. Φως άναψε στον δεύτερο, μωρό σπαράζει στο κλάμα. Κατέθεσα όπλα και έπεσα βαρύς στο κρεβάτι.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξανάκουσα άλλο γββββββββββ….
Ο παππούς μου –Στέφανος με τ’ όνομα –ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος , έφυγε –όμως- χωρίς να αφήσει λογαριασμούς πίσω του. Μέχρι το τέλος της ζωής του , με τρία πράγματα κατάφερε να συμφιλιωθεί : με τα όπλα , τα κυνηγόσκυλα και με μένα. Τα δύο πρώτα συναντήθηκαν στο πάθος του , κυνηγούσε ως την τελευταία στιγμή. Εγώ στριμώχθηκα στο πίσω κάθισμα , ήμουν ο παρίας της υπόθεσης , το μαύρο πρόβατο . Ενας τρίτος που δεν χωρούσε στους δύο . Την ώρα που του ήρθε το φύλλο πορείας για τους μεγάλους κυνηγότοπους , πρόλαβε μέσα στο άγχος και το σφίξιμο της ετοιμασίας να μου αφήσει την ευχή του , ένα μονόκαννο St Etienne και το μεγάλο του παράπονο: «γιατί βρε αγόρι μου δεν τον αγάπησες τον Τάκη; ».
Ο Τάκης ήταν το σήμα κατατεθέν της αυλής . Το 10 το καλό της ομάδας . Μόλις έβγαινε από τα αποδυτήρια μεταμορφωνόταν σε στράικερ που κυνηγούσε υπομονετικά κάθε χαμένη φάση και μπαλιά ακολουθώντας σαν πιστό σκυλί τις οδηγίες του προπονητή του . Μόνο το «σαν» είναι πλεονασμός . Το «πιστό σκυλί» όχι. Το alter ego του παππού για δέκα συναπτά χρόνια , ακόμη και σε ηλικία που άλλοι φορ απόφευγαν με δέος να πλησιάσουν την αντίπαλη περιοχή , ο Τάκης όργωνε λαγκάδια και βαλτότοπους. Έτρωγε βουνά με το κουτάλι την ώρα που εγώ έτρωγα σόλες στη γειτονιά γαμπρίζοντας –θέμα και θέαμα που δεν απασχόλησε τους ιστορικούς του μέλλοντος-.
Κάθε φορά που ο Τάκης πετούσε από πάνω του τα δεσμά –τριπλοπλεγμένο δερμάτινο λουρί περασμένο με επίχρυσο χαλκά στη λαιμαριά – και ορμούσε στην σιδερένια εξώπορτα για να πάρει ανάσες στην άδεια από τετράτροχα σαρανταεκκλησιωνκαικοραηγωνία , την έκλεινα επιδεικτικά , με θόρυβο και –δεν το κρύβω-κακία. Δεν θα βγεις τώρα , θα βγεις όταν θελήσω εγώ . Ώσπου να φτάσει το αφεντικό του κοντά και να με κοιτάξει με ύφος που σκότωνε χωρίς να χρειαστεί χαριστική βολή , το μαρτύριο του Τάκη ήταν η δική μου λύτρωση: πηδούσε πάνω στην πόρτα , έξυνε με τα νύχια του το σίδερο , λαχάνιαζε με στόμα ορθάνοιχτο , με εκλιπαρούσε με βλέμμα που θα λύγιζε ακόμη και Βίκινγκ σε παράκρουση. Τίποτε εγώ. Πέντε λεπτά λιγότερης ελευθερίας του μου ήταν αρκετά για να κοιμηθώ το βράδυ σαν πουλάκι –από αυτά που έπνιγε με το στόμα του ο δολοφόνος-. Τον παππού που κρατούσε το όπλο τον είχα οριστικά και αμετάκλητα απαλλάξει. Έφταιγε ο νεκροθάφτης , όχι ο πιστολέρο.
Για την ιστορία : o Tάκης έφυγε πριν το αφεντικό του. Την ίδια χρονιά η αυλή θυσιάστηκε στην αντιπαροχή.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
..είναι τέσσερις το πρωί….είναι ένα γάβγισμα μονότονο , επίμονο , ενοχλητικό , σαν ξεψυχισμένο σόλο ευνουχισμένου Kλάπτον .Κρατάει μια αιωνιότητα αλλά στην πραγματικότητα δεν θα’ναι πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα , ξάφνου αρχίζουν οι συγχορδίες και το ξημέρωμα γίνεται εφιάλτης. Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι μισόγυμνος και τρέχω στο ψυγείο : σακούλα κάτω αριστερά , εφοδιασμός υλικού , δεν πετάμε τίποτε σ’αυτό το σπίτι ..ρητή εντολή από τη μέρα που ακούστηκε το πρώτο γββββ..πορτοκάλια σε αποσύνθεση , κρεμμύδια σαραντάφλουδα, πατάτες με κλωνάρια , αυγά ξεχασμένα απ΄το προηγούμενο Πάσχα , ακόμη και κόκκινες απ τη ντροπή της κατάντιας τους ντομάτες. Παίρνω σακούλα επ’ώμου και κατευθύνομαι στο σημείο ρίψης. Κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά μη γίνουμε ρεζίλι στους γείτονες , βαθιά ανάσα και ..στο ψαχνό. Όλος ο μπαξές εκτοξεύεται προς την άσφαλτο , πυρ κατά βούληση , carpet bombing , χωρίς έλεος, ο ώμος μου υπογράφει συμβόλαιο με την εξάρθρωση. Για λίγο σιωπή και μετά το ίδιο μίνιμαλ ταξίμι , σε γαβ ματζόρε ανορθόδοξο. Τα στέρεα επιχειρήματά μου δεν απέδωσαν , σειρά έχει το υγρό πυρ. Κουβάς με απόνερα από τη μεσημεριανή λάντζα –δεν πετάμε τίποτε- , ζυγίζω και κατευθύνω στο στίγμα του στόχου. Κάθε χάραμα η ίδια ιστορία , ποτίζω τσιμέντα –πεζοδρόμιο με την κρυφή ελπίδα να φουντώσουν, να θεριέψουν και να φέρουν τον ταραχοποιό πιο κοντά στον τρίτο όροφο όπου θα γραφτεί ο επίλογος με αίμα. Μάταια. Λίγες στιγμές ησυχίας και ξανά το ίδιο ειρωνικό γβββββ… , μπροστά στην εξώπορτα της οικοδομής σαρανταεκκλησιωνκαικοραηγωνία.
Πόσες νύχτες συνεχίζεται αυτό ούτε που θυμάμαι πια…τελευταία οι γείτονες μου ρίχνουν ματιές συμπόνιας ανάμικτες με φόβο όταν συναντιόμαστε στον κάδο με τα σκουπίδια-εκεί ψάχνω τα πολεμοφόδια της επόμενης βραδιάς , τι να χωρέσει ένα ψυγείο έστω και δίπορτο-…τη μέρα που αγριεμένος ρώτησα έναν απ’τους απέναντι γιατί μ’αφήνουν μόνο να βγάζω κάθε βράδυ το φίδι από την τρύπα , ψέλλισε κάτι σαν «μα εμείς κύριε Τ κοιμόμαστε βαριά και με κλειστές μπαλκονόπορτες»…οι από κάτω δώσαν ρητή εντολή στην μικρή τους να μην μιλάει στα παιδιά μου και να μη μπαίνει μαζί τους στο ασανσέρ…η χοντρή της ΕΒΓΑ ψιθύριζε προσευχές προχτές στη γυναίκα μου την ώρα που σκάλιζα το καλάθι της με τα ξερόψωμα και τα πρασινομώβ λεμόνια…έχω και μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος, νιώθω τις αισθήσεις μου να φεύγουν σιγά σιγά για διακοπές χωρίς εμένα…
Περασμένα μεσάνυχτα και όλοι λείπουν απ’το σπίτι…εξοχικό γιαγιάς θελαν , εξοχικό γιαγιάς τους έδωσα…κάθομαι στην καρέκλα δίπλα στη μπαλκονόπορτα. Στα πόδια μου το Φορτ Νοξ των πυρομαχικών: δώδεκα κιλά λαχανικά και φρούτα –συμπλήρωσα και με φρέσκα- , τρεις κουβάδες νερό της βρύσης και δυό λεκάνες ποδόνερο ανάμικτο με φτηνό αφρόλουτρο , δεν θυμάμαι τέτοια ώρα τι άρωμα είχε..τα βλέφαρά μου βαραίνουν τόσο που σχεδόν ακουμπάνε στα μάρμαρα. Για κάθε ενδεχόμενο έβαλα το ξυπνητήρι να βροντήξει στις τέσσερις παρά τέταρτο, να προλάβω να πλυθώ και να οργανώσω την αντεπίθεση.
Δεν χρειάστηκε η βοήθεια της τεχνολογίας, έκλεισα το αλάρμ στις τρισήμιση..με ξύπνησαν δύο ξεχασμένα φαντάρια που έπνιγαν μέχρι αυτή την ώρα τον πόνο τους στις ρετσίνες και ανηφόριζαν για τους θαλάμους τους με το τελετουργικό που η νύχτα επιβάλλει..έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να συνέλθω και τρόμαξα απ΄την εικόνα που μου επέστρεψε γενναιόδωρα ο καθρέφτης .Tα λεμόνια στη σακούλα δείχναν σε καλύτερη κατάσταση. Έπρεπε να ξεπεράσω την κούραση , ή σήμερα ή ποτέ. Ο διαχειριστής μου το’χε δηλώσει από μέρες ξεκάθαρα : αν συνεχίσετε κύριε Τ να κάνετε τη σαρανταεκκλησιών Κόσοβο θα αναγκαστώ να απευθυνθώ στο Δήμο.
Πουθενά δεν θα απευθυνθείς αλήτη. Απόψε το βράδυ θα τελειώσουν όλα. Από δω πάνω , από ψηλά , να βλέπω και να καμαρώνω το έργο μου , θα ξενυχτήσω για όλους σας , θα φέρω πάλι τη σιωπή στα βράδια μας.
Σιγή….και μετά ένα γβββββββ………
Ο πρώτος ουλαμός –ακτινίδια με επικεφαλής νεκταρίνια-εξαπολύθηκε εναντίον του εχθρού. Η άσφαλτος έγινε παλέτα. Παύση. Πουθενά γββββββββββ….μόνο ένας ήχος σφίξιμο στο στομάχι , ξεχασμένος από καιρό , σαν καινούρια κιμωλία σε πίνακα…
Η απάντηση της δεύτερης μεραρχίας ήταν αποστομωτική : δυόμιση ντομάτες , μισό καρπούζι σε σχήμα κράνους και ένας κουβάς νερό για να ξεπλύνει τα κουκούτσια. Πού είσαι Τζάκσον Πόλλοκ να με καμαρώσεις ; Σιγή ασυρμάτου. Ο ήχος πιο ξεκάθαρος πήρε μορφή , νύχια πάνω σε σκληρή επιφάνεια . Ένα γβββββββ στον ορίζοντα ηχώ που ξεψυχούσε…
Την ώρα που εμψύχωνα και προετοίμαζα ψυχολογικά τη λεκάνη με τα ποδόνερα για την ελεύθερη πτώση της, το ξύσιμο σταμάτησε απότομα …σιωπή πηχτή σαν το ρυζόγαλο που είχε μπει στη σειρά για βουτιά…έστησα αυτί.. μόνο το μοτέρ της καρδιάς μου ίσα που δήλωνε την ύπαρξή του ….περίεργη γαλήνη….και μετά μια σχεδόν ψιθυριστή αλλά πεντακάθαρη και γνώριμη φωνή έφτασε μέχρι τ’αυτιά μου : « Χεσ’ τον ρε Τάκη , μια ζωή γαϊδούρι ήτανε , σιγά μη βάλει τώρα μυαλό…τζάμπα πήγε τ’όνομα».
Μια γάτα που πέρναγε τυχαία απ την κοραή εκείνη την ώρα κόντεψε να πηδήξει στον πρώτο όροφο απ’την τρομάρα της. Ένα ελαφρύ αεράκι ενόχλησε ανεπαίσθητα τις σακούλες με τα σκουπίδια. Φως άναψε στον δεύτερο, μωρό σπαράζει στο κλάμα. Κατέθεσα όπλα και έπεσα βαρύς στο κρεβάτι.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξανάκουσα άλλο γββββββββββ….
1 Comments:
"pote den 8a peiraxw ta zwa ta kahmena
mhn taxa san kai mena kai keina den ponoun?"
Music & Lyrics by J. Hendrix
Hxografh8hke me skopo na symperilhf8ei sto Electric Ladyland alla telika o paragwgos apofasise na to afhsei sto psygeio mia kai o Noel Redding den mporouse na paixei to apaitoumeno bass session gia na anadeix8ei to kommati. Xe8afthke to 1970 opou arxisan ek neou proves ths ekplhktikhs syn8eshs me ton Buddy Miles kai ton Billy Cox stis 16 Septemvriou 1970. Ta ypoloipa anhkoun sthn Istoria.
Post a Comment
<< Home